- καταμετρητικος
- καταμετρητικόςκατα-μετρητικός3измерительный, служащий для измерения
(τοῦ πλάτους Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τοῦ πλάτους Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταμετρητικός — ή, ό (Α καταμετρητικός, ή, όν) [καταμετρητής] αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στις καταμετρήσεις … Dictionary of Greek
καταμετρητικόν — καταμετρητικός of masc acc sg καταμετρητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμετρητική — καταμετρητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)